- ζεύξι
- ζεύ̱ξῑ , ζεῦξιςyokingfem dat sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ζεῦξ' — Ζεῦξι , Ζεῦξις yoking fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευξίγαμος — ζευξίγαμος, ἡ (Α) (για τον πλανήτη Αφροδίτη) αυτή που συνδέει με τους δεσμούς τού γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζευξι + γάμος ζευξι (< ζεύγνυμι πρβλ. και ζευξί λεως κατά τα σύνθετα τού τύπου τερψί μβροτος + γαμος, (< γάμος) πρβλ. α πειρό γαμος,… … Dictionary of Greek
ζεύξιππος — (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Ζωγράφος. Λέγεται ότι γεννήθηκε στην Ηράκλεια του Πόντου, ενώ μερικοί υποστηρίζουν ότι καταγόταν από ελληνική αποικία στην Ιταλία. Τέλος, μερικοί τον ταυτίζουν με τον ζωγράφο Ζεύξι (βλ. λ.). * * * ζεύξιππος, ον (Α) αυτός που… … Dictionary of Greek
ζευξίλεως — ( ω), ὁ (Α) (για βασιλείς) αυτός που υποτάσσει τους λαούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζευξι (< ζεύγνυμι) + λεώς «λαός» (πρβλ. βροντησικέραυνος, δεξίδωρος, τερψίμβροτος)] … Dictionary of Greek
ζευξιμοιχεία — ζευξιμοιχεία, ἡ (Μ) αντικανονικός γάμος, αθέμιτος γάμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζευξι (< ζεύγνυμι) + μοιχεία. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] … Dictionary of Greek
κλεψίγαμος — η, ο (AM κλεψίγαμος, ον) αυτός που έχει παράνομες σαρκικές σχέσεις, μοιχός νεοελλ. (για παιδιά) αυτός που γεννήθηκε από κλεψιγαμία αρχ. αυτός που γίνεται κατά την κλεψιγαμία («κλεψίγαμοί τε φθοραί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + γαμος… … Dictionary of Greek
τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ … Dictionary of Greek
ζεῦξ' — ζεῦξαι , ζεύγνυμι yoke aor imperat mid 2nd sg ζεῦξαι , ζεύγνυμι yoke aor inf act ζεῦξα , ζεύγνυμι yoke aor ind act 1st sg (homeric ionic) ζεῦξε , ζεύγνυμι yoke aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ζεῦξι , ζεῦξις yoking fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)